Οι ειδικοί έχουν εντάξει το σπήλαιο Κάψια στα δέκα πιο αξιόλογα της Ελλάδας. Ερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1887 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ και όταν το δείτε θα μείνετε κυριολεκτικά άφωνοι.
Οι ειδικοί έχουν εντάξει το σπήλαιο Κάψια στα δέκα πιο αξιόλογα της Ελλάδας. Ερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1887 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ και όταν το δείτε θα μείνετε κυριολεκτικά άφωνοι.
Περνώντας την πύλη και κατεβαίνοντας στο σπήλαιο θα περπατήσετε σε πολυδαίδαλους διαδρόμους και θα βρεθείτε στις δύο εντυπωσιακά φωτισμένες αίθουσες, «των θαυμασίων» και «των οστών». Οι σταλακτιτικοί και σταλαγμιτικοί σχηματισμοί συνδυάζουν μια σπάνια παλέτα χρωμάτων, σχεδίων και συμπλεγμάτων που δύσκολα περιγράφεται με λέξεις.
Σύμφωνα με το odysseus-culture.gr, το σπήλαιο αποτελεί τμήμα ενός συστήματος από καταβόθρες που αποστράγγιζαν τη λεκάνη της Μαντίνειας. Μπροστά από την είσοδό του αναπτύσσονται τρεις από αυτές και προστατεύονται από πέτρινο φράγμα του 19ο αι. Όταν οι καταβόθρες έφραζαν, το σπήλαιο πλημμύριζε -κάτι που αποδεικνύουν τα ίχνη μιας παλιάς πλημμύρας στα τοιχώματά του.
Στο σπήλαιο ανακαλύφθηκαν 50 ανθρώπινοι σκελετοί ανδρών και γυναικών, καθώς και ενός βρέφους. Η αρχική ερμηνεία, ότι πέθαναν στη διάρκεια πλημμύρας, φαίνεται να μην ισχύει. Συστηματική μελέτη των οστών οδήγησε τους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι το σπήλαιο μάλλον χρησιμοποιήθηκε ως χώρος για ταφές νεκρών και ανακομιδές των οστών τους. Αυτά τα οστά, τοποθετημένα καθώς ήταν με τελετουργικό τρόπο σε διάφορα σημεία (κυρίως εσοχές), παρασύρθηκαν στη διάρκεια πλημμυρών.
Σποραδική κατοίκηση στο σπήλαιο Κάψια υπήρξε στη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.), στην Ελληνιστική (330-146 π.Χ.) και στο διάστημα μεταξύ 4ου - 6ου αι.
Το 2020 μέλη της ομάδας Σπηλαιολογίας Αργολίδας και Κορινθίας και τον ΣΠΗ.ΝΑ (Σπηλαιολογία Ναυπλίου) ανακάλυψαν τη σύνδεση του σπηλαίου Κάψια με του Τούση.